Οι Αποκριές στο Νιοχώρι της Ρόδου
Καφφέζας Αλέξανδρος
Ο Αντώνης Βρατσάλης (1921-1986) μεγάλωσε και έζησε όλα του τα χρόνια στο Νιοχώρι και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική τυπογραφία, στην αρχή ως υπάλληλος και αργότερα ως επαγγελματίας τυπογράφος στο δικό του τυπογραφείο, την “Τέχνη”. Αυτοδίδακτος, υπήρξε από τους πρώτους σχολιαστές και χρονογράφους και ένας από τους πιο σημαντικούς εργάτες της πένας, στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης. Στο βιβλίο του “Νιοχωρίτικα”, που εκδόθηκε από τα παιδιά του, μετά το θάνατό του, αναδίδεται ατόφια η ατμόσφαιρα της εποχής του μεσοπολέμου και λίγο πιο πέρα με γλαφυρό και πρωτότυπο ύφος και παραστατικότητα. Το κείμενό του “Αποκριές” αποτελεί ζωντανό χρονικό των εθίμων της εποχής, που χωρίς τη δική του καταγραφή, ίσως να μην είχε διασωθεί πολύτιμο ιστορικό και λαογραφικό υλικό.
Αποκριές.
“Από πολύ παλιά, μέχρι και την εποχή του μεσοπολέμου, η Ρόδος ολόκληρη-χωριά, μαράσια και πόλη-γλεντούσε και χόρευε πολύ την Αποκριά.
Εκτός από τις οργανωμένες μαρασιώτικες αποκριάτικες χοροεσπερίδες των Συλλόγων του Διαγόρα, της Εργάνης Αθηνάς και της Προόδου Νεοχωρίου, για φιλανθρωπικούς σκοπούς στο Βενετόκλειο και στο Αμαράντειο και ακόμα το μεγάλο επίσημο χορό του Καρναβαλιού-τον Μπάλο στο υπερπολυτελές Αλμπέργκο ντέλλε Ρόζε, όπου η ροδίτικη αριστοκρατία και οι κυβερνητικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι ξεφάντωναν μέχρι πρωίας με καρναβαλίστικες στολές, πανάκριβες τουαλέτες και μικρές χρωματιστές μάσκες, χορεύοντας στους ήχους της περίφημης ορχήστρας των μαέστρων Αλμπεργκιέτι και Βένγκους, ο πολύς κόσμος, μικροί και μεγάλοι ντυμένοι καμουζέλες γιόρταζαν πολύ τις αποκριάτικες μέρες.
Προπαντός την τελευταία βδομάδα της Αποκριάς πολύ τη χαιρόντουσαν τα μαρασιώτικα σπίτια. Ιδιαίτερα οι γυναίκες τις τελευταίες βραδιές της Τυρινής, έδιωχναν τη σοβαρότητα της καθημερινότητας και μασκαρεμένες με αταίριαστα και παρδαλά παλιόρουχα, μουζωμένες ή μουρωμένες με κάλτσες και με καμπούρα στη ράχη ξεπόρτιζαν νυχτιάτικα παρέες παρέες και βαρούσαν με μπαστούνια τις πόρτες των σπιτιών και πείραζαν στα σοκάκια τους περαστικούς.
Έτσι έβρισκαν την ευκαιρία κι αυτές, μια φορά το χρόνο, αγνώριστες όπως ήταν, να κοροϊδέψουν όλα τα χούγια και τα κουσούρια των αντρών και με τολμηρές χειρονομίες και τσαλίμια κρατώντας γδόχερα και σκορδοστούμπια περίπαιζαν τους αρσενικούς και τον ανδρισμό τους.
Στο Νιοχώρι, το αποκορύφωμα της Αποκριάς ήταν το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής, όταν οι ωραίες και παρδαλές καμουζέλες γυρόφερναν τα καλντερίμια, σκορπίζοντας το γέλιο με τα καμώματά τους αλλά και τον ψευτοφόβο που προκαλούσαν στα κοριτσόπουλα που παρακολουθούσαν στις ξώπορτες ή ακουμπισμένα στα πρεβάζια των παραθύρων, τους κατάμαυρους από την μουζούρα των τσουκαλιών αράπηδες, τους αρκουδάνθρωπους με τις προβιές, τις γαϊδουροκέφαλες μουσκάρες και τις τερατώδεις αγριομουτσούνες.
Το Νιοχώρι όμως φημιζόταν ακόμα για τις σπαρταριστές παραστάσεις που σκάρωναν γνωστοί γλεντζέδες και για τους λαϊκούς χορούς στα σταυροδρόμια και τις πλατειούλες, όπως το γαϊτανάκι στο ρυθμό του βαλς και της μαζούρκας και τον Αρκουδιάρικο χορό με την αλυσοδεμένη καμουζέλα-αρκούδα να χοροπηδά στους χτύπους του τσιγγάνικου ντεφιού.
Τη μεγαλύτερη κίνηση την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, απ’ όπου έπρεπε να περάσουν σαν σε παρέλαση όλες οι καμουζέλες που κατέβαιναν από τα Πάνω Μαράσια, είχε ο δρόμος της Καμάρας. Περνώντας από τους καφενέδες γεμάτους παρέες που κουτσόπιναν και αστειεύουνταν, ομάδες κανταδόρων με κιθάρες και μαντολίνα, υμνούσαν τις ομορφάδες της Ραμόνας και τις τσαχπινιές της Ριρίκας και μακάριζαν τους έρωτες του ξελογιασμένου Μπάρμπα Γιάννη του Κανατά.
Εμφανίζονταν κι ο γνωστός τσαγκάρης, τραγουδιστής, κιθαρίστας και θεατρίνος Γιάβας κάμνοντας το Σαρλώ με το καλαμένιο μπαστουνάκι και το κωμικό περπάτημα. Κι ο κόσμος ξεσπούσε στα γέλια με τα καμώματα του Γιάβα που σταματούσε τ’ αυτοκίνητα για να ξύσει τη φαγούρα της ράχης του στο μπροστινό καπό της μηχανής.
Κατέβαιναν κι από τα Τριάντα οι γνωστοί Τριαντενοί γαλατάδες καβάλα στα ποδήλατα, μασκαρεμένοι με μακριά βαμμένα μαύρα σώβρακα, φανέλες και κουκούλες σαν διαβόλοι με κέρατα και μακριά ουρά και φοβέριζαν τα παιδιά και τις γυναίκες, χτυπώντας αστεία τα κεφάλια όλων με φουσκωμένες βοδινές κατρουλόφουσκες.
Οι Σμυρνιοί του Νιοχωριού είχαν κι αυτοί τον γουστόζικο τύπο τους, τον Ματαίο Ντιλέρνια τον μπογιατζή που γινόταν ‘κουδουνάτος’ και ντύνουντα βυζανιάρικο μωρό με άσπρη δαντελένια σκούφια, σαλιαρίστρα, με μια μπουκάλα ούζο για μπιμπερό στο στόμα, μέσα σε μωρουδιακό καροτσάκι που το΄σερνε μια τριχωτή νταρντάνα μουστακαλού νταντά που βασανίζουνταν ν’ αλλάξει τις πάνες και το μουσκεμένο βρακάκι-σωβράκα του μικρομέγαλου μωρού που τσίριζε.
Ωστόσο η παλιά Αποκριά στην κατοχική περίοδο είχε και την εθνική της διάσταση. Με την ευκαιρία του μασκαρέματος πολλοί τολμηροί νέοι, στα χωριά και μέσα στην πόλη, παρά την παρακολούθηση των καραμπινιέρων, αψηφώντας τους, ντυνόντουσαν φουστανελάδες σαν ήρωες του ’21 και τα σχολιαρόπαιδα σαν τα ευζωνάκια της Αγιάς Σοφιάς πού ΄λεγε το σχολικό τους τραγουδάκι. Έτσι ντυμένος Έλληνας φουστανελάς με τη κουμπούρα στο σελάχι και το γιαταγάνι ζωσμένο στη μέση εμφανίζουντα το λεβεντοπαλίκαρο ο Γιάννης Κολλιγάς, ο καλαϊτζής πούταν το πιο δυνατό παλικάρι της εποχής του και γύριζε επιδεικτικά όλα τα μαράσια. Κι ο κόσμος καμάρωνε την παλικαροσύνη του και τον χειροκροτούσε.
Όλες αυτές οι καμουζέλες τραβούσαν για το τέρμα του δρόμου της Καμάρας του Νιοχωριού έξω από το σπίτι του Σταυρή του Σταυρινίδη στον Πάνω Γιαλό όπου γινόταν πανδαιμόνιο κεφιού. Εκεί μικροί-μεγάλοι αλληλομπουκώνονταν χαρτοπόλεμο, γέμιζαν τα μαλλιά, τα στήθια κι οι πλάτες των κοριτσιών χρωματιστά χαρτάκια που κατέβαιναν ενοχλητικά μέχρι τα βρακιά και αλληλοδένουνταν με πολύχρωμες κορδέλες σερπαντίνες.
Ξημερώματα καθαρή Δευτέρα, ο δρόμος της καμάρας κι η γειτονιά του Πάνω Γιαλού έμοιαζε πολύχρωμο μωσαϊκό από τον χαρτοπόλεμο. Κι οι παλιοί νιοχωρίτες κι οι μαρασιώτες θυμούνται ακόμα με νοσταλγία την γλυκιά αγύριστη εποχή της νιότης με τους ανοιχτόκαρδους εκείνους γλεντζέδες που χάριζαν τη χαρά και ομόρφαιναν με τις καμουζέλες τις παλιές αξέχαστες Αποκριές».
Πηγές: «Νιοχωρίτικα» Αντώνη Βρατσάλη.(Ρόδος-1990)
Το παραπάνω άρθρο, φιλοξενείται στο 26ο τεύχος της εφημερίδας μας.