menu Home
Χωρίς κατηγορία

Κωνσταντίνος Φρυγανιώτης | 7 Μαρτίου 2015
Πασχαλιά στην Βόρεια Εύβοια
  Σε όλες τις περιοχές της χώρας, θα δούμε να λαβαίνουν χώρα πολλά ίδια ή παρόμοια έθιμα και παραδόσεις που συντρόφευαν την χριστιανική φόρτιση και ευλάβεια κατά την περίοδο του Πάσχα. Εδώ, μελετώντας τις αξιόλογες καταγραφές του κ. Γιάννη Λιάσκου και ακούγοντας με προσοχή τις αφηγήσεις των γονιών μου, σας παραθέτουμε κάποια εθιμοτυπικά του Πάσχα από την Βόρεια Εύβοια.
Του Λαζάρου: Το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, τα ανύπαντρα κορίτσια μαζεύονταν παρέες παρέες, για να γυρίσουν τα σπίτια να πουν τα κάλαντα. Έφτιαχναν το Λάζαρο, κούκλα από 2 ξύλα σταυρωτά, που τα έντυναν με λευκό φουστάνι και για κεφάλι ένα μικρό μπόγο με λευκό γυναικείο μαντήλι. Μια κοπέλα κρατούσε το Λάζαρο και τον σήκωνε όσο έφτανε ψηλά, περιστρέφοντας τον ταυτόχρονα, ώστε να «κοιτά» προς όλες τις κατευθύνσεις, την ώρα που έλεγαν τα κάλαντα:
«Ήρθε Λάζαρος ήρθαν τα βάια, ήρθε Κυριακή που τρων τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μη κοιμάσαι! Πούσουν Λάζαρε πού’σουν κρυμμένος;
Μες στη γης ήμταν χαντακωμένος στάζει τα αχλάκι μου πικρό φαρμάκι
δομ αφέντη μου να πιω νεράκι!
Τώρα που ήρθαμε στην αφεντιά σας είναι ημέρα σας είναι χαρά σας.
Πουλαδίτσες σας αυγά γενούνε δώσε μας κι εμείς να τα χαρούμε!
Το κοφνάκι μου θέλει αυγούτσικα κοσονίτσες κοκοσίτσες.»
Του Επιταφίου: Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί οι κοπέλες μάζευαν λουλούδια από τους αγρούς και τους κήπους για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Αφού τον στόλιζαν και μέχρι να αρχίσει η αποκαθήλωση, χωρισμένες σε δυο παρέες κάθονταν αντίκρυ στα στασίδια και άρχιζαν το μοιρολόι. Η μια ομάδα έλεγε ένα στίχο και επαναλάμβανε η άλλη, ενώ η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα:
«Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μάυρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώσε Κυρά τις προσευχές σώσε και τις μετάνοιες.
Επιάσανε το γιόκα σου σε σίδερα τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυραννάνε.
Βρε σιδερά φιάσε καρφιά φιάσε τρία πιρούνια
εκείνος ο παράνομος βαρεί και φιάνει πέντε.  
Συ σιδερά που τα φιασες έλα να μας διατάξεις.
Βαλτε τα δυο στα χέρια του τ’ άλλα τα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και πέντε με ροδόσταμο για να της έρθει ο νους της.  
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαχτεί φωτιά να πάει να πέσει
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
Κάμε κυρά μ’ υπομονή και πώς να κάμω ανέση
Που έχω γιο μονογενή και εκείνον σταυρωμένο.
Κοιτά δεξιά κοιτά ζερβά κανένα δεν γνωρίζει
κοιτά κι αριστερότερα βλέπει τον Άι-Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Απόστολε και μαθητή του γιού μου
μην είδες τον υγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
και που φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο υγιόκας σου μένα διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αρωτούσε.
Δεν μου μιλείς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός καμπάνες θα βαρέσουν
τότε κι εγώ θ’ αναστηθώ και να με περιμένει.»
ο Ιούδας: Στους Κουρκουλούς πριν την Ανάσταση, κρέμαγαν στο μεγάλο κότσικα, πίσω απ’ το ιερό της Αγίας Παρασκευής, ένα ανθρώπινο ομοίωμα από παλιόρουχα, τον Ιούδα. Έρχονταν οι Κουρκουλιώτες στην λειτουργία με όπλα και πιστόλια και την ώρα που ψαλλόταν το «Χριστός Ανέστη…..», τουφέκιζαν τον Ιούδα, τον προδότη.
Ο χορός της Αγάπης: Το απόγευμα της Λαμπρής, στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά τη λειτουργία γινόταν μεγάλος χορός, ο χορός της Αγάπης. Συμμετείχαν γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, ντυμένοι με τα καλά τους, έστηναν χορό άλλοτε τραγουδώντας με το στόμα και άλλοτε με όργανα. Εκδήλωση χαράς και αγάπης.
Η Γκαμήλα: Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα έκαναν την γκαμήλα, δρώμενο για το οποίο θα αναφερθούμε διεξοδικά σε επόμενο φύλλο μας.
   Ακόμη, υπήρχαν πολλά που «εξέταζαν» και πρόσεχαν στα νοικοκυριά, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Καταρχήν δεν έσφαζαν, γιατί θα έβαφαν τα χέρια τους με αίμα. Ειδικά τη μεγάλη Παρασκευή ήταν ανεπίτρεπτο. Μόνο το μεγάλο Σάββατο! Στην αρχή της Εβδομάδας γινόταν γενική καθαριότητα, όπου προετοίμαζαν το σπίτι για την μεγάλη γιορτή, καθάριζαν, έπλεναν, ασβέστωναν, κλπ. Την Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν υα αυγά και έφτιαχναν τα πασχαλινά κουλούρια. Τα σπίτια όμως που είχαν κοπάδια, δεν έβαφαν κόκκινα αυγά, αλλά πράσινα, θαλασσί, κίτρινα. Ή αν έβαφαν ή τους πρόσφεραν, δεν τα έπιαναν αυτοί που άρμεγαν, γιατί θα κοκκίνιζε το γάλα (αίμα). Ενώ την Μεγάλη Παρασκευή το μέλημά τους ήταν ο Επιτάφιος. Εκείνη τη μέρα δεν κέρναγαν γλυκό, ούτε έστρωναν καν τραπέζι, λόγω του πένθους. Αφού πέρναγε ο Επιτάφιος, πήγαιναν να πιάσουν φρέσκο νερό. Αυτό που είχαν σπίτι από πριν, ήταν «πεθαμένο». Με το φρέσκο νεράκι, «ανάπιαναν» προζύμι. Έτσι, το Μεγάλο Σάββατο ζύμωναν ψωμί, αλλά και τις κοσώνες για τα βαφτιστήρια. Την Λαμπρή, ο νονός έπρεπε να προσφέρει κοσώνα και μια άσπρη λαμπάδα στο βαφτιστήρι του! (Αν είχε τις δυνατότητες, και παπούτσια). Τέλος, το Μεγάλο Σάββατο έσφαζαν και το αρνί ή το κατσίκι, και το ετοίμαζαν για την Λαμπρή μέρα. Όπως και το κοκορέτσι για το πρώτο μεζέ του Πάσχα, τη μαγειρίτσα ή τα γαρδούμπια για το βράδυ…μετά το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατο πατήσας…».

Το πάραπάνω άρθρο, φιλοξενείται στο 2ο τεύχος της εφημερίδας μας.

Written by Κωνσταντίνος Φρυγανιώτης





  • play_circle_filled

    Alonaki Web Radio
    "τ' Αλω" Ραδιόφωνο

play_arrow skip_previous skip_next volume_down
playlist_play